- τιτιβίζω
- Νβλ. τιττυβίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτιβίζω — τιτιβίζω, τιτίβισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τιτιβίζω — τιτίβισα (για πουλιά), φωνάζω τι τι, κελαηδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιπεριτρύζω — ἀμφιπεριτρύζω (Μ) τιτιβίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιτρύζω] … Dictionary of Greek
αμφιτιττυβίζω — ἀμφιτιττυβίζω (Α) (για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τιττυβίζω*] … Dictionary of Greek
ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα … Dictionary of Greek
συντερετίζω — Α τερετίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»] … Dictionary of Greek
τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… … Dictionary of Greek
τιττυβίζω — ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν (για πουλί) κελαηδώ νεοελλ. (για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω] … Dictionary of Greek
λαλώ — λάλησα 1. μιλώ: Σήμερα δε λάλησες καθόλου. 2. ηχώ: Λαλούν τα κλαρίνα. 3. (για πουλιά), κελαηδώ, τερετίζω, τιτιβίζω: Όλη μέρα λαλούσαν τα πουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)